καλλίεργος

καλλίεργος
καλλίεργος, -ον (AM)
μσν.
1. αυτός που κατασκευάζει κάτι με τελειότητα
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ καλλίεργος
ο καλός αγρότης
αρχ.
ο άψογα επεξεργασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + -εργος (< ἔργον), πρβλ. άν-εργος, περί-εργος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καλλίεργος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλίεργον — καλλίεργος masc/fem acc sg καλλίεργος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιέργοις — καλλίεργος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιέργου — καλλίεργος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • καλλ(ι)- — (Μ καλλ[ι] ) α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται το επίθ. καλός σε πολλές λ. κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής, ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνότερα το καλ(ο) *. Το καλλ(ι) εμφανίζει αναδιπλασιασμένο λ , η ερμηνεία τού οποίου είναι αβέβαιη.… …   Dictionary of Greek

  • καλλιεργώ — (AM καλλιεργῶ, έω) [καλλίεργος] κάνω τις απαραίτητες γεωργικές εργασίες για να καταστήσω τη γη γόνιμη και να προκαλέσω την ανάπτυξη και καρποφορία τών φυτών νεοελλ. 1. επιδίδομαι σε κάτι με μεγάλο ζήλο («καλλιεργώ τις τέχνες») 2. εξασκώ κάποια… …   Dictionary of Greek

  • ԳԵՂԵՑԿԱԳՈՐԾ — (ի, աց կամ ից.) NBH 1 0536 Chronological Sequence: Unknown date, 8c ա. καλλοποιός pulchrificus Գեղեցիկ գործօղ. գեղեցկացուցիչ. *Աներեւոյթ եւ գեղեցկագործ վայելչութիւնն: Լուսատեսակ գեղեցկագործ բարեզարդութիւնն: Գեղեցկագործի եւ իշխանականին… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”