καλλίεργος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίεργον — καλλίεργος masc/fem acc sg καλλίεργος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιέργοις — καλλίεργος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιέργου — καλλίεργος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
καλλ(ι)- — (Μ καλλ[ι] ) α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται το επίθ. καλός σε πολλές λ. κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής, ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνότερα το καλ(ο) *. Το καλλ(ι) εμφανίζει αναδιπλασιασμένο λ , η ερμηνεία τού οποίου είναι αβέβαιη.… … Dictionary of Greek
καλλιεργώ — (AM καλλιεργῶ, έω) [καλλίεργος] κάνω τις απαραίτητες γεωργικές εργασίες για να καταστήσω τη γη γόνιμη και να προκαλέσω την ανάπτυξη και καρποφορία τών φυτών νεοελλ. 1. επιδίδομαι σε κάτι με μεγάλο ζήλο («καλλιεργώ τις τέχνες») 2. εξασκώ κάποια… … Dictionary of Greek
ԳԵՂԵՑԿԱԳՈՐԾ — (ի, աց կամ ից.) NBH 1 0536 Chronological Sequence: Unknown date, 8c ա. καλλοποιός pulchrificus Գեղեցիկ գործօղ. գեղեցկացուցիչ. *Աներեւոյթ եւ գեղեցկագործ վայելչութիւնն: Լուսատեսակ գեղեցկագործ բարեզարդութիւնն: Գեղեցկագործի եւ իշխանականին… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)